Δύο επιστημονικοί τομείς που συχνά συγχέονται μεταξύ τους, καθώς στο παρελθόν έτυχαν αμφισβήτησης και θεωρητικής διαμάχης μεταξύ των υπέρμαχων του εκάστοτε τομέα. Καθώς έχουν ως κοινό στόχο την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας και την εξομάλυνση οποιωνδήποτε προβλημάτων προκύπτουν αναφορικά με ό,τι ορίζουμε ψυχική διαταραχή, σήμερα είμαστε σε θέση να μιλάμε για την ύπαρξη δυναμικών εξέλιξης και συνεργασία (ενοποιημένη ψυχοθεραπεία).
Σίγουρα έχετε αναρωτηθεί για τη διαφορά μεταξύ ψυχιάτρου και ψυχοθεραπευτή, ενώ αρκετοί είναι αυτοί που τάσσονται υπέρ της ιατρικής "γιατί ο γιατρός ξέρει καλύτερα" και άλλοι τόσοι υπέρ της ψυχοθεραπείας "γιατί δεν θέλω να καταλήξω να παίρνω χάπια". Επειδή θυμώνω (μην ανησυχείτε, μετά θυμάμαι ότι προσπαθώ να βελτιώσω το δείκτη της συναισθηματικής μου νοημοσύνης οπότε ηρεμώ), είναι ωφέλιμο να γνωρίζουμε ορισμένα πράγματα πριν εκφέρουμε άποψη για θέματα με τα οποία δεν συσχετιζόμαστε. Αν δεν υπήρχε δυνατότητα εξέλιξης, με τα δύο αυτά πεδία να αλληλο-αναγνωρίζουν την ύπαρξη και τη συμβολή τους και να έχει γίνει κατανοητό ότι είναι αναπόσπαστα κομμάτια της αποκατάστασης της ψυχικής υγείας, "θα ήμασταν ακόμη στα δέντρα" όπως λέει κι ο λαός. Γι' αυτό απόψεις του τύπου "ο γιατρός ξέρει καλύτερα και τα υπόλοιπα είναι μπούρδες" καλό είναι να τα αφήσουμε πίσω στην εποχή που ανήκουν. Σήμερα μιλάμε για επιστήμες. Για να το κάνω ευκολότερο, θα χρησιμοποιήσω μία διαταραχή που είναι γνωστή από όλους και ίσως είναι και χρήσιμο να έρθουμε σε επαφή με το πώς λειτουργεί: την κατάθλιψη.
Για όλες τις ψυχικές διαταραχές, όπως είναι και η κατάθλιψη, έχουν ειπωθεί διάφορες θεωρίες ως προς τα αίτια που τις προκαλούν. Γνωρίζουμε σχετικά με τη νευροχημεία του εγκεφάλου πως χημικές αλλαγές έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς με κατάθλιψη, θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ο εγκέφαλος των ατόμων αυτών λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο (αλλαγές στον τρόπο μετάδοσης των πληροφοριών στον εγκέφαλο, αύξηση δραστηριότητας των περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα κτλ).
Υπάρχουν λοιπόν θεωρίες σχετιζόμενες με βιολογικούς παράγοντες (όπως αυτοί που ανέφερα παραπάνω αλλά και γενετικοί), ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Έχει λεχθεί για παράδειγμα ότι η κατάθλιψη έχει βιολογική προδιάθεση και τείνει να γίνεται κληρονομική όταν παρατηρείται σε άτομα που είναι συγγενείς. Είναι γενικά γνωστό ότι τα γονίδια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και ένα από όσα φαίνεται να καθορίζουν είναι η προδιάθεση για εμφάνιση κατάθλιψης. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε το ρόλο που παίζει η πλαστικότητα του εγκεφάλου και την αναπτυξιακή διαδικασία. Δεν είναι δυνατό να δεχτούμε μόνο την ευθύνη των γονιδίων, καθώς ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να αλληλεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον, γεγονός που του επιτρέπει να διαμορφώνεται σύμφωνα με τις εμπειρίες που αποκτά. Ένα παράδειγμα: ο εγκέφαλος ενός κακοποιημένου παιδιού ωριμάζει διαφορετικά από ένα παιδί που έχει δεχθεί αγάπη από το περιβάλλον του. Αυτό είναι αποδεδειγμένο, έχει βρεθεί σε νευροαπεικονίσεις εγκεφάλου, δεν αναφέρομαι σε ψυχολογικές διαγνώσεις.
Επομένως, η κατάθλιψη δεν είναι μόνο γονίδια αλλά πολλά περισσότερα. Αναφορικά με τις ψυχολογικές θεωρίες, η κατάθλιψη επηρεάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας και τον κόσμο: το άτομο πιστεύει ότι δεν αξίζει, συνέχεια αποτυγχάνει, είναι βάρος στους άλλους, δε θα τα καταφέρει, ενώ δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή του που να του προκαλεί ευχαρίστηση και να τονώνει την αυτοπεποίθησή του. Σύμφωνα με τη γνωστική προσέγγιση (Άαρον Μπεκ, ψυχίατρος & Άλμπερτ Έλις, ψυχολόγος) ο αρνητικός τρόπος σκέψης καθορίστηκε όταν, σε νεαρή ηλικία, καθώς αναπτύσσαμε πεποιθήσεις για τον εαυτό μας και τον κόσμο, υιοθετήσαμε στάσεις και συμπεριφορές των άλλων γύρω μας. Για παράδειγμα, αν μας λένε συνεχώς ότι δεν αξίζουμε να μας αγαπούν και ότι είμαστε αποτυχημένοι, πολύ πιθανό να αναπτύξουμε την πεποίθηση ότι αυτό ισχύει. Αυτή η γνώμη για τον εαυτό μας είναι πιθανό να διατηρηθεί και στην ενήλικη ζωή ή και να οξυνθεί έπειτα από κάποιο σημαντικό αρνητικό γεγονός στη ζωή μας (παράδειγμα: ο σύντροφός μου με εγκατέλειψε γιατί δεν αξίζω να με αγαπούν και φοβάμαι ότι ποτέ δε θα τα καταφέρω).
Τέλος, κοινωνικοί παράγοντες συνεισφέρουν στην κατάθλιψη, όπως το γεγονός της ανεργίας, η οποία κάνει το άτομο να μη νιώθει μέλος της κοινωνίας, καθώς δυσκολεύεται να αναλάβει ρόλους, να κάνει σχέδια για το μέλλον, να νιώθει χρήσιμο και πως επιτυγχάνει.
Τέλος, κοινωνικοί παράγοντες συνεισφέρουν στην κατάθλιψη, όπως το γεγονός της ανεργίας, η οποία κάνει το άτομο να μη νιώθει μέλος της κοινωνίας, καθώς δυσκολεύεται να αναλάβει ρόλους, να κάνει σχέδια για το μέλλον, να νιώθει χρήσιμο και πως επιτυγχάνει.
Όλα αυτά τα αναφέρω γιατί κάνοντας κατανοητό το πώς λειτουργεί μια διαταραχή που είναι γνωστή στο ευρύ κοινό, ίσως γίνει επίσης αντιληπτό από όλους το πώς, τόσο η ψυχοθεραπεία, όσο και η νευροεπιστήμη, συνεισφέρουν για το βέλτιστο των αποτελεσμάτων. Επιστήμονες λοιπόν, έτειναν να πιστεύουν στο παρελθόν ότι η κατάθλιψη προκαλείται αποκλειστικά από αυτές τις χημικές αλλαγές στον εγκέφαλο, σήμερα όμως γνωρίζουμε πολλά περισσότερα και είναι αδύνατο να υποστηρίξουμε ότι αυτές είναι το μοναδικό αίτιο της κατάθλιψης.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι: πώς συμβαίνουν αυτές οι νευροχημικές αλλαγές και γιατί; Η κατάθλιψη είναι ένα συνοθύλευμα βιολογικής προδιάθεσης (όταν υπάρχει) και αλλαγών στην νευροχημεία του εγκεφάλου, οι οποίες επιφέρουν αρνητικά συναισθήματα στο άτομο, τα οποία όμως αρνητικά συναισθήματα ήταν αποτέλεσμα εκμάθησης συμπεριφορών σε νεαρή ηλικία (εκπαιδευτήκαμε να έχουμε αρνητικές σκέψεις ή να έχουμε άσχημες πεποιθήσεις για τον εαυτό μας), που με τη σειρά τους είχαν ως αποτέλεσμα την πυροδότηση χημικών αλλαγών στον εγκέφαλο (!). Μοιάζει με κύκλο, σωστά; Αυτό που ίσως απουσιάζει, είναι το να ανακαλύψουμε -και να χρησιμοποιήσουμε ώστε να παρέχουμε θεραπεία- το πώς ένα άτομο με κατάθλιψη αλληλεπιδρά με τον κόσμο (τρόπος σκέψης και η σημασία που δίνουμε στα πράγματα) σε συνδυασμό με τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα και τον εγκέφαλό του.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι: πώς συμβαίνουν αυτές οι νευροχημικές αλλαγές και γιατί; Η κατάθλιψη είναι ένα συνοθύλευμα βιολογικής προδιάθεσης (όταν υπάρχει) και αλλαγών στην νευροχημεία του εγκεφάλου, οι οποίες επιφέρουν αρνητικά συναισθήματα στο άτομο, τα οποία όμως αρνητικά συναισθήματα ήταν αποτέλεσμα εκμάθησης συμπεριφορών σε νεαρή ηλικία (εκπαιδευτήκαμε να έχουμε αρνητικές σκέψεις ή να έχουμε άσχημες πεποιθήσεις για τον εαυτό μας), που με τη σειρά τους είχαν ως αποτέλεσμα την πυροδότηση χημικών αλλαγών στον εγκέφαλο (!). Μοιάζει με κύκλο, σωστά; Αυτό που ίσως απουσιάζει, είναι το να ανακαλύψουμε -και να χρησιμοποιήσουμε ώστε να παρέχουμε θεραπεία- το πώς ένα άτομο με κατάθλιψη αλληλεπιδρά με τον κόσμο (τρόπος σκέψης και η σημασία που δίνουμε στα πράγματα) σε συνδυασμό με τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα και τον εγκέφαλό του.
Η νευροεπιστήμη είναι υπεύθυνη για τη μελέτη των βιολογικών παραμέτρων, όπως δραστηριότητα νευρώνων, συνάψεις, γενικά χημικές αλλαγές σε επίπεδο εγκεφάλου, αλλά εντρυφεί και σε τομείς όπως η νόηση, το συναίσθημα και η συμπεριφορά. Η ανθρώπινη βιολογία έχει συμβάλει στο να διαμορφωθεί η κοινωνία μας, ενώ αυτό ακριβώς το περιβάλλον όπου ζούμε παίζει ρόλο στη διαμόρφωση των γονιδίων, του εγκεφάλου και του σώματος. Η νευροεπιστήμη με τη συνεχή έρευνα ίσως στο μέλλον κατορθώσει να προσφέρει ακόμη περισσότερες πληροφορίες με στόχο την κατανόηση μιας συμπεριφοράς, τη διάγνωση και αιτιολόγηση της, γεγονός που θα ήταν εφικτό με την αναγνώριση γονιδίων ή γενικά προσφέροντας περισσότερες γνώσεις σχετικά με εγκεφαλικές περιοχές και νευρωνικά δίκτυα, πληροφορίες που έχουν συσχετισθεί με τη βιολογική υπόσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η ψυχοθεραπεία, από την άλλη πλευρά, είναι η διαδικασία την οποία χρησιμοποιεί το άτομο προσπαθώντας να ανακουφίσει την ψυχική αγωνία που βιώνει, με τη βοήθεια του ειδικευμένου στην ψυχοθεραπεία ψυχολόγου ή ψυχιάτρου. Η μεθοδολογία για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων έχει βασισθεί στις θεωρίες για τους ψυχολογικούς παράγοντες που ανέφερα παραπάνω ότι επηρεάζουν πλήθος ψυχικών διαταραχών, όπως και η κατάθλιψη. Αν και οι νευροεπιστημονικές μελέτες είναι δύσκολο να καταλήξουν σε μια βασική γραμμή για το τι αποτελεί χημική ισορροπία και τι όχι (και επομένως για το αν μιλάμε για ψυχική ασθένεια ή όχι), μεμονωμένα ούτε η χρήση της ψυχοθεραπείας ως εξήγηση των ψυχολογικών φαινομένων μπορεί να μας διαφωτίσει πλήρως. Έχουν, όμως, υπάρξει μελέτες με χρήση μεθόδων νευροαπεικόνισης που παρουσιάζουν τη επίδραση της ψυχοθεραπείας με βάση αλλαγές της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Αυτή η τελευταία εξέλιξη για παράδειγμα αποτελεί τομέα συνεργασίας των δύο αυτών επιστημόνων και ενδείκνυται για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.
Επιστρέφω στο παράδειγμα της κατάθλιψης για να συνοψίσω. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω απλά και περισσότερο κατανοητά από ότι το επιστημονικό κήρυγμα που διαβάσατε παραπάνω. Ο νευρολόγος-ψυχίατρος είναι ο πλέον αρμόδιος να κρίνει μέσω κλινικών εξετάσεων αλλά και για τη χορήγηση φαρμάκων (αντικαταθλιπτικών, αναφερόμενοι στην κατάθλιψη), τα οποία αρκετές φορές είναι χρήσιμα, κάποιες φορές ίσως και απαραίτητα. Θα πρέπει να τονίσω εδώ το εξής: φάρμακα μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης και αν παρακολουθείται ο ασθενής ώστε να είμαστε σίγουροι για τον έλεγχο της κατάστασης. Έχω δει ασθενείς εξαρτημένους από φάρμακα, λες και είναι καραμέλες. Βέβαια, σε αυτό φταίει η επιθυμία τους να καταφύγουν σε αυτή τη λύση και όχι απαραίτητα ο ιατρός, επιτρέψτε μου όμως να έχω ενδοιασμούς σχετικά με την ενημέρωση που λαμβάνουν γενικά από τους επαγγελματίες υγείας (αν λάβουμε υπόψη όσα σας μετέφερα στην δεύτερη παράγραφο του παρόντος κειμένου).
Ο ψυχοθεραπευτής δεν είναι γιατρός, ο ρόλος του είναι διαφορετικός ναι μεν, πολύ σημαντικός δε, για έναν απλούστατο λόγο: η ψυχοθεραπεία είναι αποτελεσματική και εξαιρετικά ωφέλιμη, όχι απλώς επειδή βοηθά στην αντιμετώπιση ή ανακούφιση των συμπτωμάτων της ψυχικής διαταραχής (όπως το αντικαταθλιπτικό φάρμακο), αλλά πολύ περισσότερο επειδή έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τη βιολογική προδιάθεση(!). Όπως ανέφερα προηγουμένως, πρέπει να κατανοήσουμε πώς αλληλοσυνδέονται ο εγκέφαλος, οι σκέψεις μας, πώς λειτουργεί το σώμα μας και το κοινωνικό περιβάλλον, γιατί με αυτόν τον τρόπο, με τέτοιου είδους μεθόδους στην ψυχοθεραπεία, θα μπορέσουμε να επέμβουμε στον τρόπο σκέψης μας ώστε να ελέγξουμε την κατάθλιψη.
Η ψυχοθεραπεία και η νευροεπιστήμη μπορούν να συμβάλουν σημαντικά τόσο στη διάγνωση και κατανόηση των ψυχικών διαταραχών όσο και στην παροχή καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών και αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών προσεγγίσεων, αν δεν ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Ο τρόπος που λειτουργούν μπορεί να είναι συνεργατικός, μιας και οι γνώσεις μας για τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου και του ανθρώπινου ψυχισμού είναι περιορισμένες. Η μονομερής θεώρηση είναι ανεπαρκής, οι δύο αυτοί κλάδοι έχουν προοπτικές εξέλιξης και η μελέτη των ψυχικών φαινομένων απαιτεί την διεπιστημονική συνεργασία.
Η ψυχοθεραπεία, από την άλλη πλευρά, είναι η διαδικασία την οποία χρησιμοποιεί το άτομο προσπαθώντας να ανακουφίσει την ψυχική αγωνία που βιώνει, με τη βοήθεια του ειδικευμένου στην ψυχοθεραπεία ψυχολόγου ή ψυχιάτρου. Η μεθοδολογία για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων έχει βασισθεί στις θεωρίες για τους ψυχολογικούς παράγοντες που ανέφερα παραπάνω ότι επηρεάζουν πλήθος ψυχικών διαταραχών, όπως και η κατάθλιψη. Αν και οι νευροεπιστημονικές μελέτες είναι δύσκολο να καταλήξουν σε μια βασική γραμμή για το τι αποτελεί χημική ισορροπία και τι όχι (και επομένως για το αν μιλάμε για ψυχική ασθένεια ή όχι), μεμονωμένα ούτε η χρήση της ψυχοθεραπείας ως εξήγηση των ψυχολογικών φαινομένων μπορεί να μας διαφωτίσει πλήρως. Έχουν, όμως, υπάρξει μελέτες με χρήση μεθόδων νευροαπεικόνισης που παρουσιάζουν τη επίδραση της ψυχοθεραπείας με βάση αλλαγές της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Αυτή η τελευταία εξέλιξη για παράδειγμα αποτελεί τομέα συνεργασίας των δύο αυτών επιστημόνων και ενδείκνυται για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.
Επιστρέφω στο παράδειγμα της κατάθλιψης για να συνοψίσω. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω απλά και περισσότερο κατανοητά από ότι το επιστημονικό κήρυγμα που διαβάσατε παραπάνω. Ο νευρολόγος-ψυχίατρος είναι ο πλέον αρμόδιος να κρίνει μέσω κλινικών εξετάσεων αλλά και για τη χορήγηση φαρμάκων (αντικαταθλιπτικών, αναφερόμενοι στην κατάθλιψη), τα οποία αρκετές φορές είναι χρήσιμα, κάποιες φορές ίσως και απαραίτητα. Θα πρέπει να τονίσω εδώ το εξής: φάρμακα μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης και αν παρακολουθείται ο ασθενής ώστε να είμαστε σίγουροι για τον έλεγχο της κατάστασης. Έχω δει ασθενείς εξαρτημένους από φάρμακα, λες και είναι καραμέλες. Βέβαια, σε αυτό φταίει η επιθυμία τους να καταφύγουν σε αυτή τη λύση και όχι απαραίτητα ο ιατρός, επιτρέψτε μου όμως να έχω ενδοιασμούς σχετικά με την ενημέρωση που λαμβάνουν γενικά από τους επαγγελματίες υγείας (αν λάβουμε υπόψη όσα σας μετέφερα στην δεύτερη παράγραφο του παρόντος κειμένου).
Ο ψυχοθεραπευτής δεν είναι γιατρός, ο ρόλος του είναι διαφορετικός ναι μεν, πολύ σημαντικός δε, για έναν απλούστατο λόγο: η ψυχοθεραπεία είναι αποτελεσματική και εξαιρετικά ωφέλιμη, όχι απλώς επειδή βοηθά στην αντιμετώπιση ή ανακούφιση των συμπτωμάτων της ψυχικής διαταραχής (όπως το αντικαταθλιπτικό φάρμακο), αλλά πολύ περισσότερο επειδή έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τη βιολογική προδιάθεση(!). Όπως ανέφερα προηγουμένως, πρέπει να κατανοήσουμε πώς αλληλοσυνδέονται ο εγκέφαλος, οι σκέψεις μας, πώς λειτουργεί το σώμα μας και το κοινωνικό περιβάλλον, γιατί με αυτόν τον τρόπο, με τέτοιου είδους μεθόδους στην ψυχοθεραπεία, θα μπορέσουμε να επέμβουμε στον τρόπο σκέψης μας ώστε να ελέγξουμε την κατάθλιψη.
Η ψυχοθεραπεία και η νευροεπιστήμη μπορούν να συμβάλουν σημαντικά τόσο στη διάγνωση και κατανόηση των ψυχικών διαταραχών όσο και στην παροχή καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών και αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών προσεγγίσεων, αν δεν ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Ο τρόπος που λειτουργούν μπορεί να είναι συνεργατικός, μιας και οι γνώσεις μας για τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου και του ανθρώπινου ψυχισμού είναι περιορισμένες. Η μονομερής θεώρηση είναι ανεπαρκής, οι δύο αυτοί κλάδοι έχουν προοπτικές εξέλιξης και η μελέτη των ψυχικών φαινομένων απαιτεί την διεπιστημονική συνεργασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου