Από την πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε, κατάλαβα. Ίσως και από το πρώτο τηλεφώνημά της για ραντεβού. Άγχος, τελειομανία, νευρικότητα, δικαιολογίες… Επιβεβαιώθηκα. Ακόμη επιβεβαιώνομαι. Ζητούσε απεγνωσμένα όρια. Πότε θα είναι η συνεδρία, ότι μπορεί μόνο τότε, δεν μπορεί περισσότερες φορές και δεν ξέρει αν θα έχει αποτέλεσμα αλλά τι να κάνει, δεν γίνεται περισσότερες, είναι και τα οικονομικά και το φορτωμένο πρόγραμμα και τα άλλα παιδιά της, να τα πάρει, να τα αφήσει… Απαιτούσε από μένα, έδειχνε ότι επιζητά τον προγραμματισμό, είχε ανάγκη να έχει τον έλεγχο. Πόσες φορές έχουμε ανάγκη να επιβεβαιώνουμε –επειδή αρνούμαστε– όσα αναγνωρίζουμε (όχι απαραίτητα συνειδητά) ως ελαττώματα του εαυτού μας; Και γιατί να είναι ελαττώματα; Και γιατί να προσδίδουμε τόση αξία στα ελαττώματα ενώ ταυτόχρονα δεν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και τα τόσα προσόντα μας;
Τόσο απαιτητική και τυπική που δεν μπορούσα να μην είμαι κι εγώ. Με δέσμευε. Με έναν περίεργο τρόπο με έκανε να νιώθω ότι με κρίνει, ότι πρέπει να επενδύσω κι άλλο. Όμως συνέχιζα να έχω εκείνη την πρώτη εντύπωση. Δικαίως: δεν ήταν ποτέ στην ώρα τους στις συνεδρίες. Έβρισκε δικαιολογίες κάθε φορά, τις περισσότερες γελοίες, τις οποίες, όμως, έπρεπε να αναλύσει επαρκώς. Δηλαδή όχι απλώς επαρκώς· πέραν του δέοντος. Δεν έκανα ποτέ νύξη γι’ αυτό. Δεν ένιωθα πως υπήρχε λόγος να δείξω πως ήταν ανεπαρκής. Είχε αφιερώσει όλη την μέχρι τότε ζωή της να αποδείξει –στους άλλους, αλλά πρώτα στον εαυτό της– ότι είναι τέλεια, ακριβώς επειδή πίστευε ότι δεν ήταν. Όχι πως γίνεται να μην έχεις ατέλειες. Αυτό δεν καταλάβαινε. Δεν γίνεται να μην έχεις ατέλειες, δεν γίνεται να ικανοποιείς τους πάντες, δεν γίνεται να ταιριάξεις με όλους, δεν γίνεται να αρέσεις σε όλους. Γιατί τότε δεν αρέσεις στον εαυτό σου και δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός.
Ένα απόγευμα, μετά τη συνεδρία με την κόρη της, ήθελε να μου μιλήσει γιατί συνέβαινε κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί και ήθελε τη γνώμη μου για το πώς βλέπω εγώ τη μικρή. Ο δάσκαλος στο σχολείο ανέφερε πως το παιδί είναι πολύ συνεσταλμένο και ντροπαλό, δείχνει να έχει κλειστεί πολύ στον εαυτό του. Έχει μόνο μία φίλη και παίζει συνέχεια μόνη ή με το ζωάκι της. Δεν επιδιώκει εύκολα επαφές με τα άλλα παιδιά, ούτε επικοινωνία ούτε παιχνίδι. Ό,τι επιλέγει να κάνει είναι μοναχικό: ζωγραφική, διάβασμα, μουσική με τα ακουστικά… Σκέφτηκε λοιπόν να προειδοποιήσει τη μαμά για την υπερβολική «ευαισθησία» του παιδιού, θεωρώντας πως αυτός ο χαρακτήρας του θα το τραυματίσει στο μέλλον, θα το οδηγήσει να είναι θύμα. Έπρεπε, λέει, το παιδί να γίνει πιο δυναμικό, κοινωνικό, να μην ντρέπεται, να το πιέσει να πλησιάσει τους φίλους του, να αντικαταστήσει τις μοναχικές δραστηριότητες με ομαδικές και άλλα πολλά. ΕΠΡΕΠΕ να αλλάξει πολλά, της είπε. ΕΠΡΕΠΕ, λέει. Καταλαβαίνετε;
Έξαλλη έγινα. Πώς μπορούμε να βγάζουμε συμπεράσματα τόσο εύκολα; Έχεις ένα παιδί με ευαισθησίες και συναισθηματικό. Το διαπίστωσα και η ίδια αυτό. Όσες φορές την πλησίασα την βρήκα αρκετά θετική στα παιχνίδια, ακόμη και στις αγκαλιές και στην έκφραση συναισθημάτων. Δεν ήταν χειριστική, δεν εξέφραζε θυμό, δεν ήταν νευρική, αλλά έλεγε «όχι» όταν κάτι δεν της άρεσε ή απομακρυνόταν με αργές αλλά σταθερές κινήσεις για να πάει στο παιχνίδι που την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Έχεις λοιπόν ένα τέτοιο παιδί, γιατί να αλλάξεις κάτι; Έχει μία φίλη και ένα ζωάκι. Ασχέτως της ποσότητας μπορεί να συνυπάρχει και να εκφράζεται. Είναι ευαίσθητη και έχει συναισθήματα. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς συναισθήματα; Ή αυτός που δεν διαχειρίζεται σωστά τα συναισθήματά του; Που δεν τα εκφράζει ή τα απομονώνει; Νευρικός. Αδιάλλακτος. Ανοικτίρμων. Βίαιος. Δολοφόνος. Εγκληματίας. Όλα ή κάτι από αυτά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, είναι απλώς μη λειτουργικός στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Απλώς!
Γιατί λοιπόν να τραυματίσει τον εαυτό της με την ευαισθησία της; Θα ήταν ωφέλιμο να ενισχύσουμε τις ικανότητές της ώστε να «γεμίζει» ενδελεχώς, να νιώθει πλήρης με τις επιλογές της. Να εξηγήσουμε γιατί οι άνθρωποι είναι όμορφο να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους. Εγώ προσωπικά θα έβρισκα κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με συναισθήματα ώστε να ασχοληθώ μαζί της. Ίσως, βέβαια, επειδή μου πήρε κι εμένα καιρό να καταλάβω τι έκανα. Αλλά αυτός δεν είναι ο στόχος; Να προσδιορίσεις τη θέση σου στον κόσμο προσδιορίζοντας τον εαυτό σου. Αυτό θα την βοηθούσα να κάνει. Θα αναγνώριζα τα δυνατά της σημεία και θα απέφευγα να συζητώ συνεχώς για τα λάθη της. Θα ερμήνευα τη στάση της, θα παραδεχόμουν με μία αστεία γκριμάτσα όσα δεν κάνει τόσο καλά, αλλά θα είχα τόσο ασχοληθεί με τα ταλέντα της που δεν θα άφηνα χώρο στο φόβο για όσα δεν κάνουμε να ανθίσει. Γιατί τότε θα τραυμάτισε τον εαυτό της: όταν προσπαθούσε να ικανοποιήσει ό,τι δεν τη γεμίζει. Όταν θα κοιτούσε τα «ΕΠΡΕΠΕ». Όταν δε θα είχε εσωτερική φωνή, γιατί μέσα στην τόση προσπάθεια να αποδείξει ότι κάνει καλά τα πάντα, δεν θα γνώριζε τι είναι πραγματικά δικό της, κομμάτι του εαυτού της. Δε θα ήξερε αν ήταν συναισθηματική ή όχι, μα ήταν κάποτε, γιατί τώρα είναι απαθής; Να πώς ο φόβος κερδίζει έδαφος και σε κάνει να κλείνεσαι. Σε δεσμεύει. Με έναν περίεργο τρόπο σε κάνει να νιώθεις ότι του οφείλεις, ότι είναι ένα απροστάτευτο παιδί κι εσύ πρέπει να επενδύσεις κι άλλο. Στην πραγματικότητα είναι ένα βαμπίρ που αντί για αίμα σου ρουφά την ενέργεια για ζωή.
Καταλαβαίνετε γιατί είναι όλα αυτά δύσκολα γι’ αυτή τη μαμά. Καταλαβαίνετε γιατί ένιωθα ότι απαιτεί από μένα από την πρώτη στιγμή, είναι ο φόβος, αυτό το βαμπίρ μεταμορφωμένο σε παιδί με αγγελικό πρόσωπο που σου ζητά τόσο γλυκά και δεν μπορείς να αρνηθείς. Όπως απαιτεί κι από την κόρη της. Ως γονείς γενικά έχουμε την τάση να θεωρούμε την αποτυχία των παιδιών και δική μας αποτυχία. Τι γίνεται όμως όταν έχουμε δημιουργήσει στον εαυτό μας την πεποίθηση ότι όλα όσα κάνουμε είναι αποτυχημένα; Ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ανεπαρκείς; Αν αναρωτηθείτε γιατί μας συμβαίνει αυτό και αναζητήσετε την αιτία της παθολογικής αυτής συμπεριφοράς μας, θα καταλήξετε (μεταξύ άλλων αιτιών) στο εξής παράδοξο: επειδή δε μάθαμε –και δεν υπήρξε κάποιος να βοηθήσει εμάς– να κοιτάμε τα ταλέντα μας και όχι όσα δεν κάνουμε καλά. Ίσως κι αυτός ο άνθρωπος, νομίζοντας ότι μας βοηθά να γίνουμε καλύτεροι, ασχολήθηκε με το να εξηγεί πώς θα διορθώσουμε την τάδε ατέλεια ώστε να είναι τέλειο το αποτέλεσμα. Δεν πήραμε ποτέ την επιβεβαίωση που χρειαζόμασταν, ένα «μπράβο», μία επιβράβευση ή, ακόμη καλύτερα, μία αγκαλιά, ένα χαμόγελο. Ίσως κι αυτός ο άνθρωπος με τη σειρά του να μην είχε την ικανότητα να εκφράζει συναισθήματα γιατί δεν εισέπραξε ποτέ μία επιβράβευση…… Καταλαβαίνετε;
Φαύλος κύκλος. Είμαστε όσα έχουμε διδαχθεί αλλά επιδιώκουμε να είμαστε όσα προσπαθούμε να διδάσκουμε. Και τι προσπαθούμε να διδάξουμε; Όσα έχουμε διδαχθεί! Δε θα λειτουργήσει. Ο άνθρωπος είναι τέλειος επειδή είναι ατελής. Ατελής, όχι τέλειος, ανολοκλήρωτος. Έχει χρέος να εξελίσσεται ο ίδιος, όχι να κάνει στείρα μεταφορά των συμπεριφορών και των διδαχών του. Το ότι ζούμε σαν είδος σε αυτό τον πλανήτη το οφείλουμε στην εξέλιξη, αλλιώς θα είχαμε εξαφανιστεί, όπως οι δεινόσαυροι, με την πρώτη αλλαγή που δεν αντέχουμε. Κι εμείς την αντέξαμε την αλλαγή. Μεταλλάχθηκαν γονίδια για να προσαρμοστούμε. Οφείλουμε στον εαυτό μας να αγαπάμε τον άνθρωπο. Και για να αγαπήσεις τα παιδιά, δηλαδή την ανθρώπινη ύπαρξη αφού τα παιδιά είναι η παρακαταθήκη που αφήνουμε στον κόσμο, οφείλεις να συμφιλιώνεσαι με το παιδί που κρύβεται μέσα σου και να αποδέχεσαι τον ενήλικα που μεγαλώνεις… Δεν είσαι τέλειος. Πίστεψέ με, δε θες να είσαι τέλειος… Θέλεις να νιώθεις, να μπορείς να εκφράζεις τα συναισθήματά σου, όχι να νιώθεις εγκλωβισμένος σε μια ζωή που δεν ξέρεις τι να επιθυμήσεις ακριβώς επειδή δεν ξέρεις πια τί είναι δικό σου. Θέλεις, αλλά φοβάσαι. Κάπως έτσι φοβάσαι και για το παιδί σου, επειδή είναι δημιούργημά σου, επειδή νιώθεις ότι έχεις την ευθύνη της αποτυχίας του. Όμως αυτές είναι δικές σου ανησυχίες, δεν είναι δικές του. Δεν χρειάζεται να τις μεταφέρεις. Το χρέος σου δεν είναι να βοηθήσεις εκείνο, κι αν δεν τα καταφέρεις δε θα σου καταλογίσει κανείς ευθύνες γι’ αυτό. Έτσι νομίζεις μέσα στη γενικότερη στάση σου να είσαι τέλειος, ΚΑΙ τέλειος γονιός. Το χρέος σου είναι να βοηθήσεις τον εαυτό σου και μεμιάς όλα θα λειτουργήσουν… Γιατί δεν είσαι τέλειος και είναι τέλειο! Άσε που, με αυτό τον τρόπο, το παιδί θα εκφράζει ό, τι δικό του, δεν θα το «καπελώνεις» και θα μπορεί να εκφράζει με τον τρόπο που το ίδιο επιλέγει. Απλώς να είσαι ο εαυτός σου και να είσαι δίπλα του, να το στηρίζεις στις επιλογές του. Είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος με τέλειες ατέλειες!
Μιας και γράφω γι’ αυτό, θα ήθελα να αναφέρω το εξής που το παίρνω πάντα στη ζωή μου ως δεδομένο, που με συγκινεί και με ενεργοποιεί: ο άνθρωπος ανέπτυξε νοημοσύνη μέσω της κοινωνικοποίησης. Νιώθετε την αξία της φράσης αυτής; Οφείλουμε την υπόστασή μας, τα επιτεύγματά μας, τις επιστήμες που αναπτύξαμε, τον κόσμο που δημιουργήσαμε, τις σκέψεις μας, τις απίστευτες –μαγικές, όπως λέω συχνά– ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου, αυτό που είμαστε, στον «κοινωνικό εγκέφαλό» μας, στην ανάγκη μας για επικοινωνία και ανθρώπινη επαφή. Έτσι ξεκινήσαμε: να ψάχνουμε λέξεις για να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε ώστε δημιουργήσαμε γλώσσα. Έπειτα επικοινωνήσαμε για να καλύψουμε ανάγκες, να λύσουμε προβλήματα και αργότερα κατορθώσαμε να προάγουμε τη σκέψη μας σε σημείο να φιλοσοφούμε, να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη και μάλιστα κοιτώντας πλέον το κοινωνικό σύνολο, αφού είχαμε δημιουργήσει τις πρώτες κοινωνίες. Πόσα χρωστάμε στον κοινωνικό εγκέφαλο, στην ικανότητά μας για συναίσθημα; Πώς μπορούμε να το απορρίπτουμε τόσο απροκάλυπτα;
Κατόρθωσα με μεγάλη δυσκολία να της εξηγήσω όλα αυτά. Στο τέλος μού ζήτησε να τα μεταφέρω εγώ στο δάσκαλο. Ήθελε την σιγουριά που προσδίδει η ιδιότητά μου γιατί εκείνη μόνο σίγουρη δεν ένιωθε. Την ρώτησα γιατί το θέλει αυτό και το είπε ξεκάθαρα. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι θα ήταν πολύ ωραίο να αναλαμβάνουμε την ευθύνη μιας καλής πράξης για το παιδί, αφού πιστεύουμε και νιώθουμε σίγουροι ότι είναι σωστό και ότι δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό θα θύμωνε το δάσκαλο που θέλει το καλύτερο για τους μαθητές του. Μου ανέλυσε με όσα επιχειρήματα είχε για τους κακούς δασκάλους που δεν τους ενδιαφέρει και ίσως να μην θέλουν και το καλό τελικά. Δεν καταλάβαινε ότι ήταν δικός της φόβος. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι αναγνώρισε κομμάτια του εαυτού της σε όλα αυτά που της είπα. Ένιωθα ότι βιαζόταν να φύγει, να ξεμπερδεύει, να μη βλέπει «το πρόβλημα», όπως το θεωρούσε. Επιπλέον, φοβόταν να εκτεθεί για ώρα, ήθελε να επιστρέψει στην ασφάλεια του εαυτού της. Δε, άκουγε, δε είμαι σίγουρη πως ζήτησε τη γνώμη μου για να μάθει αλήθειες, να κατανοήσει, να προσπαθήσει. Τελικά αυτή τη στιγμή νίκησε ο φόβος που την ήθελε να είναι η μητέρα που ενδιαφέρεται ή που τρέμει την αποτυχία. Γι’ αυτό, εξάλλου, ασχολήθηκε με το «πρόβλημα» που δεν είναι πρόβλημα και ήρθε να με βρει. Να μου το ανακοινώσει και να βιαστεί να φύγει. Να το απορρίψει πρώτη για να μην την αγγίξει, να το μεταθέσει σε χέρια που τα θεωρεί πιο σίγουρα. Πόσο λάθος κάνουμε οι άνθρωποι να απορρίπτουμε τελείως το συναίσθημα από τη ζωή μας φοβούμενοι ότι θα βιώσουμε αρνητικά συναισθήματα, ότι θα πληγωθούμε. Εγώ πάντως θα συνεχίσω να τον ξεμπροστιάζω αυτόν.
Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε για το fractal.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου